- ευήλατος
- -η, ο (Α εὐήλατος, -ον)(για μέταλλα) αυτός που μπορεί να σφυρηλατηθεί ή έχει σφυρηλατηθεί καλάαρχ.1. αυτός πάνω στον οποίο μπορεί κάποιος να ιππεύει ή να κινείται εύκολα (α. «λείαν καὶ εὐήλατον ὁδόν» β. «ἡ τῆς ἀρετῆς [ὁδὸς] τὰ πρῶτα οὐκ εὐήλατά κως παρέχειν δοκέει» — ο δρόμος τής αρετής φαίνεται από την αρχή ότι δεν μπορεί να προσπελαστεί εύκολα από κάποιον2. φρ. «πεδίον εὐήλατον» — πεδιάδα κατάλληλη για ιππευτικές ασκήσεις3. ο αλεσμένος καλά («εὐήλατον ἄλφι»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + *-ήλατος (< ελαύνω), πρβλ. ιππ-ήλατος, ποδ-ήλατον].
Dictionary of Greek. 2013.